- φόρβιον
- φόρβιονSalvia Horminumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόρβιον — τὸ, Α 1. είδος φυτού τού γένους σάλθια, πιθανώς το όρμινο 2. στον πληθ. τὰ φόρβια (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω»] … Dictionary of Greek
φορβίοις — φόρβιον Salvia Horminum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβίου — φόρβιον Salvia Horminum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρβια — φόρβιον Salvia Horminum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβιοπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλά φόρβιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρβιον* + πώλης*] … Dictionary of Greek
χοιροφορβείον — και χοιροφόρβιον, τὸ, Α αγέλη, κοπάδι χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + φορβεῖον (< φορβος < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ὑο φορβείον / φόρβιον] … Dictionary of Greek